ισοδαμιοργός

ισοδαμιοργός
ἰσοδαμιοργός, ὁ (Α)
(στην Ήλιδα) αυτός που είχε τα προνόμια ενός δαμιοργοῡ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + δαμιοργός, δωρ. τ. τού δημιουργός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”